- κόμιστρον
- κόμιστρονreward for savingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόμιστρα — κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμιστρο — το (Α κόμιστρον] συν. στον πληθ. τα κόμιστρα πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά αρχ. συν. στον πληθ. τά κόμιστρα α) ευγνωμοσύνη για διάσωση β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα τρον που… … Dictionary of Greek
κόμιστρ' — κόμιστρα , κόμιστρον reward for saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)